- νοτίδεσσι
- νοτίςmoisturefem dat pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφαιδρύνω — ἐπιφαιδρύνω (Α) κάνω κάτι λαμπρό, καθαρό («Κίρκην ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη ἐπιφαιδρύνουσαν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαιδρύνω (< φαιδρός)] … Dictionary of Greek